- θαλαμόνδε
- θᾰλᾰμ-όνδε, Adv.A to the bed-chamber, Od. 21.8, 22.109,161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλαμόνδε — θάλαμόνδε indeclform (adverb) θαλαμόνδε to the bed chamber indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμονδε — θάλαμόνδε , θάλαμόνδε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμόνδε — (Α) επίρρ. στον θάλαμο, στο υπνοδωμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμον, αιτ. τού θάλαμος, + δε (< δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)*), πρβλ. οίκον δε, φόβον δε] … Dictionary of Greek
θάλαμονδ' — θάλαμόνδε , θάλαμόνδε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek